γκρίνια κ. γρίνια, η, ουσ. [<ιταλ. grigna]. 1. η συνεχής εκδήλωση δυσφορίας ή δυσαρέσκειας με εριστική διάθεση ή με κάποια διάθεση παραπόνου: «σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια, γιατί μου ’σπασες τα νεύρα || ό,τι και να σου πάρω, είσαι όλο γκρίνια και ποτέ δεν είσαι ευχαριστημένη». (Λαϊκό τραγούδι: σαν η γυναίκα ανθίζεται πως το πουγκί στραγγίζει, το πρόβλημα δε λύνεται κι η γκρίνια πάντα αρχίζει). 2. (για μωρά) το συνεχές κλαψούρισμα λόγω κάποιας ενόχλησης: «το μωρό ξύπνησε κατουρημένο και είναι όλο γκρίνια || απ’ τη μέρα που άρχισε να βγάζει δοντάκια το μωρό, είναι όλο γκρίνια»·
- αβάσταχτο κακό της πεθεράς η γκρίνια, βλ. λ. πεθερά·
- η φτώχεια φέρνει γκρίνια, βλ. λ. φτώχεια·
- όπου φτώχεια και γκρίνια, βλ. λ. φτώχεια·
- πιάνω την γκρίνια, αρχίζω να γκρινιάζω, γκρινιάζω: «λίγο να μην κάνω κάτι καλά, αμέσως πιάνει την γκρίνια – μόλις αργήσω λίγο να γυρίσω το βράδυ στο σπίτι, η γυναίκα μου πιάνει την γκρίνια».